- πολυμήκετος
- πολυ-μήκετος, ον, poet. for sq., Q.S.2.452.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυμήκετος — ον, Α πολύ μακρύς («πολυμήκετον ἆορ», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυμήκης + επίθημα ετος (πρβλ. πάχ ετος)] … Dictionary of Greek
πολυμήκετον — πολυμήκετος masc/fem acc sg πολυμήκετος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)